- μαθητούδι
- τό1) см. μαθητάριο[ν]; 2) новичок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαθητούδι — το 1. μικρός μαθητής: Τα μαθητούδια του νηπιαγωγείου ξεφώνιζαν χαρούμενα. 2. μαθητευόμενος: Ο γλύπτης είχε ένα μαθητούδι που έκανε τις μικροεργασίες. 3. μτφ., ανίδεος, άπειρος, αρχάριος: Στον έρωτα είναι μαθητούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητούδι — το [μαθητής] 1. μικρός μαθητής 2. μαθητευόμενος 3. αδαής, άπειρος, αρχάριος … Dictionary of Greek
-ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα … Dictionary of Greek
μαθητάριο — το μαθητούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
μαθηταρούδι — το μαθητούδι … Dictionary of Greek
σχολειαρούδι — και σκολειαρούδι το, Ν (συν. με θωπευτική σημ.) μικρός μαθητής, μαθητούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολείο / σκολειό + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. ξεπετ αρούδι)] … Dictionary of Greek
μαθητευόμενος — η, ο αυτός που διδάσκεται μια τέχνη ή ένα επάγγελμα από κάποιον περισσότερο έμπειρο, μαθητούδι, παραγιός, τσιράκι: Όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα μαθητευόμενος τεχνίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)